- ναυσίη
- ναυσιάωpres imperat act 2nd sg (doric)ναυσιάωimperf ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Nausea — Wamble redirects here. For the American guitarist, see Doug Wamble. For other uses, see Nausea (disambiguation). Nausea … Wikipedia
ναυσία — και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α) ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. ία, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι (πρβλ. φυτόν φύσ ις)] … Dictionary of Greek
ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής … Dictionary of Greek
υποναύσιος — ον, Α αυτός που υποφέρει από ελαφράς μορφής ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ναυσιος (< ναυσίη /ναυτία), πρβλ. ἐπι ναύσιος] … Dictionary of Greek